- σκοτεινάγρα
- η, Ν1. σκότος, σκοτάδι («από τσι γης το πρόσωπο η σκοτεινάγρα βγαίνει», Ερωτόκρ.)2. σκοτεινός τόπος, μέρος που δεν φωτίζεται («στη σκοτεινάγρα κάθουντον», Ερωτόκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτεινός + άγρα «κυνήγι» (πρβλ. πυρ-άγρα)].
Dictionary of Greek. 2013.